- αλληλοπαθή
- karsılıklı etkilenmiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αλληλοπάθεια — η (Α ἀλληλοπάθεια) [ἀλληλοπαθής] το να υπόκεινται κάποια πρόσωπα ή πράγματα σε αμοιβαία επίδραση, σε αλληλεπίδραση νεοελλ. (Γραμμ.) η αμοιβαία ενέργεια και το αμοιβαίο πάθος δύο ή περισσότερων υποκειμένων, που εκφράζονται από τα αλληλοπαθή ρήματα … Dictionary of Greek
αλληλοπάθεια — η το να δέχονται δυο ή περισσότεροι την ενέργεια ο ένας του άλλου: Την αλληλοπάθεια εκφράζουν τα λεγόμενα αλληλοπαθή ρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που επηρεάζει άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα επηρεάζεται απ αυτόν ή απ αυτούς: Αλληλοπαθή ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν αμοιβαία ενέργεια ή πάθος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα υποκείμενα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)